νεροκράτης

νεροκράτης
ο
1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή τού νερού, υδρονόμος, υδρονομέας
2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα
3. κοινή ονομασία τού φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)-* + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. κλειδο-κράτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίψακος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των διψακιδών. Το αρχικό είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινό σε ακαλλιέργητους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Έχει όρθιο, ισχυρό βλαστό, ύψους ενός μέτρου και πλέον, που διακλαδίζεται προς τα πάνω, είναι… …   Dictionary of Greek

  • αραδάρης — ο αυτός που δίνει νερό για πότισμα με τη σειρά, νεροκράτης …   Dictionary of Greek

  • κλειδοκράτορας — ο, θηλ. κλειδοκρατόρισσα 1. ο υπεύθυνος να κρατάει τα κλειδιά, ο κλειδούχος 2. (ειδ.) αυτός που ενεργεί το άνοιγμα και το κλείσιμο τών στροφίγγων παροχής τού νερού σε ένα δίκτυο υδρεύσεως με σωλήνες, κν. νεροκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί +… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

  • υδρονομέας — ο 1. υπάλληλος της υδρονομικής υπηρεσίας, που ρυθμίζει τα σχετικά με τη διανομή του νερού, ο νεροκράτης. 2. δικλίδα που ρυθμίζει την ποσότητα της παροχής του νερού, υδροσύρτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”